- τυμπανίζω
- ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο]1. παίζω τύμπανο2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπηταμσν.διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζωαρχ.1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες και ορμητικές κινήσεις ή χειρονομίες.
Dictionary of Greek. 2013.